αδελφότητα

αδελφότητα
confrérie

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • αδελφότητα — η 1. αδελφοσύνη: Η γαλλική επανάσταση διακήρυσσε ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα. 2. σύλλογος, σωματείο: Στην πόλη τους υπήρχε σωματείο με το όνομα «Φιλόπτωχη αδελφότητα» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη …   Dictionary of Greek

  • ἀδελφότητα — ἀδελφότης brotherhood fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …   Dictionary of Greek

  • Κλουνιανοί — Θρησκευτική αδελφότητα του τάγματος των Βενεδικτίνων. Οι Κ. έλαβαν την ονομασία τους από το Κλινί (βλ. λ.), γαλλική πόλη στην περιοχή του Ροδανού ποταμού, ενώ η αδελφότητά τους ιδρύθηκε το 910 από τον άγιο Μπερνόν. Πραγματικός, ωστόσο, ιδρυτής… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Μπόσκο, Τζοβάνι — (Giovanni Bosco, Καστελνουόβο ντ’ Άστι 1815 – Τορίνο 1888). Άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, παιδαγωγός και ιδρυτής της αδελφότητας των Σαλεσιανών. Το 1841 χειροτονήθηκε ιερέας και απέκτησε παιδαγωγική εμπειρία στο μικρό Ορατόριο για τα φτωχά… …   Dictionary of Greek

  • Πανάγιος Τάφος — Ο τάφος του Ιησού στα Ιεροσόλυμα, στην περιοχή όπου διαδραματίστηκαν όσα αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη για τη ζωή του Ιησού. Στις αρχές του 4ου αι., στον ναό που έχτισε η Αγία Ελένη περιέλαβε τον Π.Τ. μαζί με τον Γολγοθά και το Σπήλαιο. Ο τάφος …   Dictionary of Greek

  • Τεργέστη — (Trieste). Πόλη (περίπου 231.047 κάτ.) της Ιταλίας, κοντά στα γιουγκοσλαβικά σύνορα, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (212 τ. χλμ.). Πόλη με αρχαιότατη καταγωγή, κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους το 177 π.Χ. και διαμορφώθηκε ως φρούριο και κατόπιν ως …   Dictionary of Greek

  • братия — БРАТИ|˫А (>2000), Ѣ ( ˫А) с. Собир. к братъ. 1.В 1 знач.: и съвъкоупивъшес˫а вьсѩ брати˫а. из˫аславъ. ст҃ославъ. всеволодъ. СкБГ XII, 20в; и ѡц҃ѩ ѳеѡдорова. и братию. иѡсифа и ѥфими˫а. коупно съ малою сестрою. (ἀδελφούς) ЖФСт XII, 43; родъ отъ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Chrysostomos Papasarantopoulos — Rev. Archimandrite Chrysostomos Papasarantopoulos (Greek: Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος , 1903–1972) was a pioneering missionary of the Orthodox faith in Uganda, Kenya, Tanzania, and Congo. Contents 1 Greece 1903 1960 1.1 Childhood Years 1.2… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”